- τεχνίτου
- τεχνί̱του , τεχνίτηςartificermasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
обьщиньнѣ — (1*) В неотделанной форме, обобщенно: нонеже и хытры˫а ѥже общиньнѣ и негладъцѣ и. и зѣло хытровъ аще нѣ на кое дѣло ѹстроенье ѹготоваѥть (τεχνίτου τὸ περὶ τὴν ὕλην τέως ἄτακτον καὶ ἀνώμαλον) ГБ XIV, 105в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Τζώρτζης ο Κρης — Έλληνας ζωγράφος της Κρητικής σχολής του 16ου αι. Ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά από τη ζωή και τη δραστηριότητά του. Εντάσσεται στην πρώτη φάση των Κρητικών ζωγράφων, οι οποίοι δημιουργούν το έργο τους έξω από την Κρήτη και κυρίως στα μεγάλα… … Dictionary of Greek